- ἐπιβατηγός
- ἐπιβᾰτ-ηγός (sc.ναῦς), ἡ,A conveying marines, Ulp. ap. Dig.14.1.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιβατηγός — ό (AM ἐπιβατηγός, όν) αυτός που μεταφέρει επιβάτες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιβατηγό μεταφορικό μέσο για διακίνηση επιβατών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βατ ός (< βαίνω) + ηγός (< άγω, πρβλ. κυν ηγός, φορτ ηγός)] … Dictionary of Greek
κοσμαγωγός — κοσμαγωγός, όν (Μ) 1. (για πλοίο) αυτός που μεταφέρει κόσμο, επιβατηγός 2. αυτός που οδηγεί τον κόσμο, ο κοσμαγός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)* + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. οχλ αγωγός, υδρ αγωγός] … Dictionary of Greek